- τριβωνοφόρος
- τρῐβωνο-φόρος, ον,A wearing a τρίβων (A), Hsch., EM766.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριβωνοφόρος — wearing a masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβωνοφόρος — ον, Α αυτός που φορεί τρίβωνα, ρακένδυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβων, ωνος «είδος ενδύματος» + φόρος*] … Dictionary of Greek
τριβωνοφόρον — τριβωνοφόρος wearing a masc/fem acc sg τριβωνοφόρος wearing a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβωνοφόροι — τριβωνοφόρος wearing a masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβωνοφορώ — έω, Α [τριβωνοφόρος] φορώ τρίβωνα, είμαι ρακένδυτος … Dictionary of Greek